- αιμομειξία
- Σαρκική ένωση δύο προσώπων που είναι στενοί συγγενείς εξ αίματος. Από την αρχαιότητα είναι γνωστές πολλές περιπτώσεις που επιτρεπόταν η α. Στους Πέρσες, στους Σκύθες και τους Τατάρους ο πατέρας μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του, ο αδελφός την αδελφή και ο γιος τη μητέρα του. Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες ότι και στους Αιγυπτίους, στους Εβραίους, ακόμα και στους Έλληνες, υπήρξαν περιπτώσεις α. που έγιναν ανεκτές. Ήδη όμως από την εποχή των Βαβυλωνίων θεωρούσαν την α. σοβαρό αμάρτημα και οι περισσότεροι λαοί, ακόμα και οι πρωτόγονοι, τιμωρούσαν τους αιμομείκτες με θάνατο ή με πολύ αυστηρή ποινή. Έχει αποδειχτεί ότι τα παιδιά που προέρχονται από α. προσβάλλονται συχνά από οικογενειακές αρρώστιες και αυτό οφείλεται στην κληρονομικότητα. Υπάρχει δηλαδή περίπτωση δύο μέλη της ίδιας οικογένειας να μεταφέρουν στα χρωμοσώματά τους μια κληρονομική αρρώστια οπότε σε περίπτωση α. οι πιθανότητες να περάσει στους απογόνους διπλασιάζονται. Σε όλες τις θρησκείες η α. καταδικάζεται αυστηρά. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία απαγορεύονται οι γάμοι ανάμεσα σε συγγενείς έως 6ου βαθμού και στην καθολική έως 4ου βαθμού. Επίσης η α. τιμωρείται και από τη νομοθεσία. Οι αιμομείκτες γονείς στερούνται από κάθε πατρικό και κληρονομικό δικαίωμα σε σχέση με το μέλος της οικογένειας με το οποίο ασέλγησαν.
Dictionary of Greek. 2013.